- -ιακός
- κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε -ιος και που σχηματίστηκε αντί για *-ιικός αναλογικά προς τις καταλ. -ιά, -ιάς, -ιάδης, -ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με -ιακός σημαίνουν αυτόν που ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λ. (πρβλ. απεργ-ιακός, αποικ-ιακός, αρτηρ-ιακός, γων-ιακός, εντυπωσ-ιακός, επαρχ-ιακός, εργαστηρ-ιακός, ζωδ-ιακός, θεμελ-ιακός, καρδ-ιακός, μεθορ-ιακός, νηπ-ιακός, νομαρχ-ιακός, οικ-ιακός, πανεπιστημ-ιακός, περιουσ-ιακός, περιστασ-ιακός, προθεσμ-ιακός, πτυχ-ιακός, συμποσ-ιακός, υπηρεσ-ιακός)η κατάλ. -ιακός χρησιμεύει επίσης στον σχηματισμό εθνικών επιθ. (πρβλ. αιγυπτ-ιακός, κορινθιακός, λεσβ-ιακός, λαμ-ιακός, παλαιστινιακός, πελοποννησ-ιακός, ροδ-ιακός, τηνιακός.
Dictionary of Greek. 2013.