-ιακός

-ιακός
κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε -ιος και που σχηματίστηκε αντί για *-ιικός αναλογικά προς τις καταλ. -ιά, -ιάς, -ιάδης, -ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με -ιακός σημαίνουν αυτόν που ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λ. (πρβλ. απεργ-ιακός, αποικ-ιακός, αρτηρ-ιακός, γων-ιακός, εντυπωσ-ιακός, επαρχ-ιακός, εργαστηρ-ιακός, ζωδ-ιακός, θεμελ-ιακός, καρδ-ιακός, μεθορ-ιακός, νηπ-ιακός, νομαρχ-ιακός, οικ-ιακός, πανεπιστημ-ιακός, περιουσ-ιακός, περιστασ-ιακός, προθεσμ-ιακός, πτυχ-ιακός, συμποσ-ιακός, υπηρεσ-ιακός)
η κατάλ. -ιακός χρησιμεύει επίσης στον σχηματισμό εθνικών επιθ. (πρβλ. αιγυπτ-ιακός, κορινθιακός, λεσβ-ιακός, λαμ-ιακός, παλαιστινιακός, πελοποννησ-ιακός, ροδ-ιακός, τηνιακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιακός — ἰακός, ή, όν (Α) 1. ιωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰακόν ο ιωνικός τύπος. επίρρ... Ιακώς (Α) κατά τρόπο ιωνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράγωγο τού Ιάς «Ιωνική»] …   Dictionary of Greek

  • Ἰακός — the Ionic form masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰακός — ἰ̱ακός , ἰάζω perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρνασ(σ)ιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό ή στην ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού* 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Παρνασσιακοί οι ποιητές που ακολουθούν την ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού, η οποία εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τα τέλη …   Dictionary of Greek

  • Ἰακά — Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc pl Ἰακά̱ , Ἰακός the Ionic form fem nom/voc/acc dual Ἰακά̱ , Ἰακός the Ionic form fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰακώτερον — Ἰακός the Ionic form adverbial comp Ἰακός the Ionic form masc acc comp sg Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰακόν — Ἰακός the Ionic form masc acc sg Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰακαῖς — Ἰακός the Ionic form fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰακοῖς — Ἰακός the Ionic form masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰακῆς — Ἰακός the Ionic form fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”